• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Ο όρος 'tons of' παραπέμπει στον όρο 'ton'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'tons of' is cross-referenced with 'ton'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ton,
long ton
n
UK (1016 kg)τόνος ουσ αρσ
  (κατά λέξη)αγγλικός τόνος, μακρύς τόνος φρ ως ουσ αρσ
 The baker ordered a ton of flour.
 Ο φούρναρης παρήγγειλε έναν τόνο αλεύρι.
ton,
short ton
n
US (907 kg)τόνος ουσ αρσ
  (κατά λέξη)βραχύς τόνος φρ ως ουσ αρσ
 The builder ordered a ton of gravel.
 Ο οικοδόμος παρήγγειλε έναν τόνο χαλίκια.
ton (US),
tonne (UK)
n
(metric ton: 1000 kg)τόνος ουσ αρσ
  (μόνο για διαχωρισμό)μετρικός τόνος φρ ως ουσ αρσ
 The vehicle weighed four tons.
 Το όχημα ζύγιζε τέσσερις τόνους.
tons npl figurative, informal (large quantity) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό)πάρα πολύς φρ ως επίθ
  (μετρήσιμο ουσιαστικό)χιλιάδες επίθ
  (καθομιλουμένη: κόσμος, άνθρωποι)μιλιούνια ουσ ουδ πλ
 "Were there a lot of people there?" Sally's mother asked. "Tons," Sally replied.
 «Ήταν πολύς κόσμος εκεί;» ρώτησε η μητέρα της Σάλι. «Πάρα πολύς» απάντησε η Σάλι.
tons of npl figurative, informal (large quantity) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό)πάρα πολύς φρ ως επίθ
  (μετρήσιμο ουσιαστικό)χιλιάδες επίθ
  (καθομιλουμένη: κόσμος, άνθρωποι)μιλιούνια ουσ ουδ πλ
 You need tons of energy to keep up with an active toddler.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
a ton of n figurative, informal (large quantity) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο φρ ως επίθ
 I have a ton of work to do this week.
a ton adv figurative, informal (a lot)πάρα πολύ φρ ως επίρ
 My grandparents are such kind people; I love them a ton.
a ton n UK, regional, slang (speed: 100 miles an hour)με εκατό φρ ως επίρ
 Bill was doing a ton on the motorway, when he got pulled over by the police.
 Ο Μπιλ έτρεχε με εκατό στην εθνική όταν τον σταμάτησε η αστυνομία.
a ton n UK, regional, slang (quantity: 100)εκατό επίθ
a ton n UK, regional, slang (100 pounds sterling)εκατό λίρες επίθ + ουσ θηλ πλ
metric ton n (weight: 1000 kilograms)μετρικός τόννος έκφρ
a s*** ton of [sth],
a s***-ton of [sth]
n
vulgar, offensive, informal, US (a lot)πολύς επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ένας σωρός έκφρ
  ένα κάρο έκφρ
  (μόνο χρήματα)ένας σκασμός έκφρ
 He owes everyone a s*** ton of money.
wonton,
won ton
n
(food: Chinese dumpling)γουάν ταν, γουόν τον φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tons of στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tons of».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!